- ἐπιλογιστικός
- ἐπιλογιστικόςable to calculatemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιλογιστικός — ἐπιλογιστικός, ή, όν (Α) [επιλογίζομαι] 1. ο ικανός να σκέφτεται 2. συνετός, φρόνιμος … Dictionary of Greek
ἐπιλογιστικόν — ἐπιλογιστικός able to calculate masc acc sg ἐπιλογιστικός able to calculate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογιστικούς — ἐπιλογιστικός able to calculate masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογιστικῆς — ἐπιλογιστικός able to calculate fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογιστική — ἐπιλογιστικός able to calculate fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογιστικήν — ἐπιλογιστικός able to calculate fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογιστικῶς — ἐπιλογιστικός able to calculate adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογιστικάς — ἐπιλογιστικά̱ς , ἐπιλογιστικός able to calculate fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)